πλεονεκτικότητα

πλεονεκτικότητα
η
1. το να είναι κανείς πλεονέκτης, απληστία.
2. κατάσταση του πλεονέκτη, υπεροχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλεονεκτικότητα — η, Ν [πλεονεκτικός] 1. η ιδιότητα τού πλεονέκτη, το να είναι κανείς πλεονέκτης άπληστος 2. η κατάσταση τού πλεονεκτικού, το να βρίσκεται κανείς σε πλεονεκτική θέση, η υπεροχή …   Dictionary of Greek

  • υπεροχή — η 1. το να υπερέχει κανείς (σε μέγεθος, ποσότητα, ικανότητα, αξία κτλ.), υπερτέρηση, πλεονεκτικότητα: Είναι αναμφισβήτητη η υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου. 2. (μαθ.), ο αριθμός που προκύπτει από την αφαίρεση, το υπόλοιπο, η διαφορά. 3. (νομ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”